καίσαρ — I Επώνυμο Ρωμαίων του Ιουλίου γένους. 1. Ιούλιος Κ. Βλ. λ. Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος. 2. Σέξτος Ιούλιος (3ος αι. π.Χ.). Υπήρξε πραίτορας το 268 π.Χ. και διοικητής της Σικελίας το 267. 3. Λεύκιος Ιούλιος (1ος αι. π.Χ.). Έγινε ύπατος το 90 π.Χ. Στην… … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
φωκίων — (περίπου 397 – 318 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός της ολιγαρχικής παράταξης. Το 349 κέρδισε μια μάχη στις Ταμύνες της Ευβοίας κατά των Ευβοέων, που είχαν αποστατήσει, χωρίς όμως να πετύχει οριστικά αποτελέσματα. Μολονότι είχε πιστέψει… … Dictionary of Greek
Αλκίδας — Όνομα ιστορικών προσώπων από την αρχαία Σπάρτη. 1. Ναύαρχος που πήγε το 427 π.Χ. με στόλο για να βοηθήσει τη Μυτιλήνη, η οποία είχε αποστατήσει κατά των Αθηναίων, αλλά έφτασε πολύ αργά, όταν το νησί είχε ήδη καταληφθεί. Αργότερα απέτυχε σε… … Dictionary of Greek
Ανατόλιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο στρατηλάτης. Δεν είναι γνωστό πού, πότε και πώς έζησε. Αναφέρεται μόνο ότι μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη τουτιμάται στις 23 Απριλίου. 2. Ο μάρτυς. Είναι άγνωστο από πού καταγόταν και πότε μαρτύρησε … Dictionary of Greek
Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… … Dictionary of Greek
Κίμων — I (περ. 506 – 449 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Ήταν γιος του μαραθωνομάχου Μιλτιάδη και της Ηγησιπύλης, κόρης του βασιλιά της Θράκης. Κατά τα εφηβικά του χρόνια, έζησε πλούσια και άνετη ζωή. Μετά τον θάνατο του πατέρα του βρέθηκε… … Dictionary of Greek
Κλέων — I (; – 422 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός, γιος του ευκατάστατου βυρσοδέψη Κλεαινέτου. Υπήρξε ο πρώτος σημαντικός πολιτικός της εποχής του που προερχόταν από τον εμπορικό κόσμο. Γι’ αυτό τον λόγο, οι αριστοκρατικοί άσκησαν έντονη πολεμική εναντίον του … Dictionary of Greek
Νικοκλής — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Κύπρου κατά την αρχαιότητα. 1. Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου (4ος αι. π.Χ.). Είχε διαδεχτεί στο θρόνο τον πατέρα του Ευαγόρα A’ το 374 π.Χ., αφού σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία στην Αθήνα. Ο ρήτορας Ισοκράτης, που… … Dictionary of Greek